Зраджувати στα ελληνικά
Μετάφραση: зраджувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάνω, διαπράττω, καταδότης, δεσμεύω, αποστέλλω, αποκαλύπτω, προδίδω, προδίδουν, προδώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- зраджений στα ελληνικά - γάμος, πιστός, ευσεβής, πρόδωσε, προδώσει, πρόδωσαν, προδομένοι, ...
- зрадженим στα ελληνικά - σχίζω, πρόδωσε, προδώσει, πρόδωσαν, προδομένοι, προδοθεί
- зрадливий στα ελληνικά - αναληθής, ψευδής, ψεύτικος, μεταβλητός, μεταβλητή, μεταβλητής, μεταβλητό, ...
- зрадливість στα ελληνικά - προδοσία, προδοσίας, την προδοσία, της προδοσίας, δολιότητα
Τυχαίες λέξεις
Зраджувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάνω, διαπράττω, καταδότης, δεσμεύω, αποστέλλω, αποκαλύπτω, προδίδω, προδίδουν, προδώσει
Μεταφράσεις: κάνω, διαπράττω, καταδότης, δεσμεύω, αποστέλλω, αποκαλύπτω, προδίδω, προδίδουν, προδώσει