Зіпсуватися στα ελληνικά

Μετάφραση: зіпсуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χάνομαι, Fritz, Ο Fritz, τον Fritz, του Fritz, στον Fritz
Зіпсуватися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • зіпсування στα ελληνικά - ενόχληση, βλάβη, ζημιά, κατεστραμμένο, κατεστραμμένα, καταστραφεί
  • зіпсувати στα ελληνικά - χαλώ, άγγελμα, παραχαϊδεύω, κακομαθαίνω, στίγμα, αμαυρώνω, μήνυμα, ...
  • зіпсуття στα ελληνικά - αποτυχία, διαφθορά, δωροδοκία, διαφθοράς, της διαφθοράς, δωροδοκίας
  • зір στα ελληνικά - όραση, θέαμα, όψεως, θέα, όρασης
Τυχαίες λέξεις
Зіпсуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χάνομαι, Fritz, Ο Fritz, τον Fritz, του Fritz, στον Fritz