Картон στα ελληνικά
Μετάφραση: картон, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαρτόνι, από χαρτόνι, χαρτονιού, χαρτόνι που, από χαρτόνι που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- картка στα ελληνικά - κάρτα, κάρτας, καρτών, της κάρτας, την κάρτα
- картограф στα ελληνικά - χαρτογράφος, χαρτογράφου, χαρτογράφο
- картонка στα ελληνικά - χαρτοκιβώτιο, χαρτοκιβωτίου, χάρτινα κουτιά, χάρτινων κουτιών, σε χάρτινα κουτιά
- картотека στα ελληνικά - υποβάλλω, λιμάρω, πίφερο, καρτελλοθήκη, αρχείων καρτών, αρχείων της κάρτας
Τυχαίες λέξεις
Картон στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαρτόνι, από χαρτόνι, χαρτονιού, χαρτόνι που, από χαρτόνι που
Μεταφράσεις: χαρτόνι, από χαρτόνι, χαρτονιού, χαρτόνι που, από χαρτόνι που