Λέξη: σαγόνι

Σχετικές λέξεις: σαγόνι

πόνος σαγόνι, ζαμπίδης σαγόνι, μούδιασμα σαγόνι, σαγόνι συνώνυμο, λεμφαδένες σαγόνι, σαγόνι κρακ, στραβό σαγόνι

Συνώνυμα: σαγόνι

σιαγώνα, μασέλα, κήρυγμα, λίμα, συμβουλές, σκάσιμο, φιλαράκος, τύπος, σκάσιμο επιδερμίδας, σιαγών, παρειά, μαγουλιά

Μεταφράσεις: σαγόνι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
jaw, jowl, chin, the jaw, his chin
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mandíbula, quijada, maxilar, la mandíbula, mordaza
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kinnlade, schwatzen, schnattern, klappern, klemmbacke, plappern, kinnbacke, kieferknochen, klatschen, Kiefer, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
papoter, radoter, bavarder, jaspiner, mâcher, mors, gueule, mâchoire, mandibule, bouche, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ganascia, mascella, chiacchierare, mandibola, della mascella, mascelle
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jarrão, queixada, maxila, mandíbula, maxilar, queixo, da mandíbula
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kaak, kakement, bek, kaken, klauw, de kaak
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
щечка, челюсть, челюсти, щековая, губка, зажим
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjeve, skravle, kjake, kjeven, jaw
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
käke, käken, käft, käften
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pureskella, leuka, jutustella, leuan, leuassa, jaw, leukojen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kæbe, kæben, kæberne, kæber
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
povídat, kecat, tlachat, huba, čelist, tlama, klevetit, klábosit, čelisti, čelistí, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zrugać, szczęka, sztorcować, ględzić, imadło, szpona, czeluść, paszcza, gadać, żuchwa, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
befogópofa, állkapocs, pofa, állkapcsa, állkapcsát, jaw
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çene, çeneli, çenesi, jaw
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
списник, щелепу, щелепа
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nofulla, nofull, llafe, ndrydhje, ngjeshje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
челюст, челюстта, челюстите, челюстната, челюсти
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сківіцу, сківіца, сківіцы, челюсть
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõualuu, lõug, lõua, haaratsi, jaw, lõualuus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kliješta, vilica, čeljust, čeljusti, vilice, jaw
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjálki, kjálka, kjálkinn, kjálkaliða, skoltur
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mala
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žandikaulis, kramtyti, žandikaulio, jaw, žiauninis, žandikaulyje
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
žoklis, košļāt, žokļa, jaw, žokļu, spīles
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вилица, вилицата, челуст, на вилицата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
falcă, maxilarului, maxilarul, falca, maxilar
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čelist, čeljust, jaw, čeljusti, lovilec, čeljustne
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čeľusť, sánka, čelusť, čeľuste, sánku
Τυχαίες λέξεις