Керувати στα ελληνικά
Μετάφραση: керувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκηνοθετώ, τρέχω, εξουσιάζω, έλεγχος, καθοδηγώ, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- керосин στα ελληνικά - πετρέλαιο, κηροζίνη, κηροζίνης, της κηροζίνης, την κηροζίνη
- керування στα ελληνικά - κυρίαρχος, ακεραιότητα, κυβέρνηση, ορθότητα, έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, ...
- керуючий στα ελληνικά - κυβερνήτης, λειτουργίας, λειτουργικές, λειτουργικό, λειτουργικών, λειτουργικά
- керівний στα ελληνικά - διαχειριστικός, διακυβέρνηση, διοικητικό, διοικητικού, που διέπουν, που διέπει
Τυχαίες λέξεις
Керувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκηνοθετώ, τρέχω, εξουσιάζω, έλεγχος, καθοδηγώ, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
Μεταφράσεις: σκηνοθετώ, τρέχω, εξουσιάζω, έλεγχος, καθοδηγώ, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε