Кинути στα ελληνικά

Μετάφραση: кинути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαταλείπω, ρίχνω, παρατάω, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
Кинути στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • килим στα ελληνικά - χαλί, μοκέτα, τάπητα, ταπήτων, χαλιού, χαλιών
  • кинджал στα ελληνικά - μαχαίρι, στιλέτο, εγχειρίδιο, σταυρό, με σταυρό
  • кинутись στα ελληνικά - βέλος, βελάκι, βελών, εκτόξευσης βελών, εκτόξευσης βελών που
  • кинутися στα ελληνικά - βέλος, βελάκι, βελών, εκτόξευσης βελών, εκτόξευσης βελών που
Τυχαίες λέξεις
Кинути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαταλείπω, ρίχνω, παρατάω, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε