Колихати στα ελληνικά

Μετάφραση: колихати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουνώ, κούνια, swing, ταλάντευση, εξέλιξη, ταλάντευσης
Колихати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • колиска στα ελληνικά - λίκνο, κούνια, κοιτίδα, βάση, βάσης
  • колись στα ελληνικά - άλλοτε, εφάπαξ, κάποτε, ποτέ, προτού, πριν να, πριν, ...
  • колихатися στα ελληνικά - κουνώ, κούνια, ταλάντευση, εξουσία, επιρροή, κυριαρχία, ταλάντωση
  • колишній στα ελληνικά - πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
Τυχαίες λέξεις
Колихати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουνώ, κούνια, swing, ταλάντευση, εξέλιξη, ταλάντευσης