Константа στα ελληνικά
Μετάφραση: константа, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιάκοπος, συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- конспіратор στα ελληνικά - συνωμότης, συνωμότη, συμμορίας, μέλος συμμορίας, αρχισυνωμότης
- конспірація στα ελληνικά - συνωμοσία, συνωμοσίας, συνομωσία, συνομωσίας, συνωμοσία για
- константан στα ελληνικά - συνεχής, αδιάκοπος, κονσταντάνης, constantan
- констебль στα ελληνικά - αστυφύλακας, Constable, Αστυφύλακα, κοντόσταυλου, Κόνσταμπλ
Τυχαίες λέξεις
Константа στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιάκοπος, συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Μεταφράσεις: αδιάκοπος, συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά