Λέξη: λίπασμα
Σχετικές λέξεις: λίπασμα
λίπασμα one, λίπασμα 20-20-20 τιμη, λίπασμα τιμή, λίπασμα για λεμονιά, λίπασμα νιτρικού καλίου, λίπασμα για γκαζόν, λίπασμα για ελιές, λίπασμα 11-15-15, λίπασμα που κάνει μπλε τα άνθη της ορτανσίας, λίπασμα pokon
Συνώνυμα: λίπασμα
κοπριά, κόπρος
Μεταφράσεις: λίπασμα
λίπασμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fertiliser, fertilizer, manure, compost, a fertilizer, fertilizers
λίπασμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abono, fertilizante, fertilizantes, de fertilizantes, abonos
λίπασμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
düngemittel, Dünger, Düngemittel
λίπασμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fumure, engrais, fumier, amendement, d'engrais, l'engrais, des engrais, fertilisant
λίπασμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fertilizzante, concime, fertilizzanti, concimi, di fertilizzanti
λίπασμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fértil, fertilizante, adubo, fertilizantes, de fertilizantes, adubos
λίπασμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mest, meststof, meststoffen, kunstmest, van meststoffen
λίπασμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опылитель, оплодотворитель, удобрение, тук, удобрений, удобрения, для внесения удобрений, удобрением
λίπασμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjødsel, Gjødslings, Gjødslings-
λίπασμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gödsel, gödningsmedel, gödselmedel, gödnings, gödselmedlet
λίπασμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
apulanta, lannoite, lannoitteiden, lannoitetta, lannoitteen, lannoitteena
λίπασμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gødning, gødningen, kunstgødning
λίπασμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hnojivo, umělé hnojivo, hnojiva, hnojiv, prumyslových hnojiv
λίπασμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nawóz, nawozów, nawozy, nawozu, nawozem
λίπασμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
trágya, műtrágya, műtrágyát, a műtrágya, műtrágyák
λίπασμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gübre, gübreler, gübresi, gübredir, suni gübre
λίπασμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
удобрювач, добриво, удобрення, добрива, удобрение
λίπασμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pleh, plehrave, të plehrave, e plehrave, pleh të
λίπασμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тор, торове, на торове, тора
λίπασμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўгнаенне, угнаенне, ўгнаенні
λίπασμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väetis, väetise, väetiste, fertilizer, väetist
λίπασμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gnojivo, đubrivo, gnojiva, umjetnih gnojiva, gnojidbe
λίπασμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áburður, áburði, áburð, áburðar
λίπασμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trąša, trąšų, trąšos, trąšose
λίπασμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mēslojums, mēslojuma, mēslošanas, mēslošanas līdzeklis, mēslojumu
λίπασμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ѓубриво, ѓубрива, вештачко ѓубриво, вештачки ѓубрива, ѓубривото
λίπασμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îngrășământ, îngrășăminte, fertilizare, de îngrășăminte, fertilizator
λίπασμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gnojilo, gnojila, gnojil
λίπασμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hnojivo, umelé, umelej, umelých, umelý, umelého
Στατιστικά δημοτικότητας: λίπασμα
Τυχαίες λέξεις