Αδιάκοπος στα ουκρανικά

Μετάφραση: αδιάκοπος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
константа, константан, сталий, постійна, безперервний, безперервне, неперервний, безупинний, безперервного
Αδιάκοπος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδιάκοπος

αδιάκοπος συνώνυμα, αδιάκοπος συνώνυμο, αδιάκοπος στα αγγλικά, αδιάκοπος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αδιάκοπος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αδιάβροχος στα ουκρανικά - лейка, водонепроникний, водостійкий
  • αδιάθετος στα ουκρανικά - нездоровий, погано, хворий, нездорова, хвора
  • αδιάκριτος στα ουκρανικά - розслідування, нетактовний, детектив
  • αδιάλλακτος στα ουκρανικά - праворуч, направо, непримиренний, непримиримий
Τυχαίες λέξεις
Αδιάκοπος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: константа, константан, сталий, постійна, безперервний, безперервне, неперервний, безупинний, безперервного