Користуватись στα ελληνικά

Μετάφραση: користуватись, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαίρω, απολαμβάνω, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Користуватись στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • користолюбець στα ελληνικά - Moneymaker, ο Moneymaker, Μάνεϋμέϊκερ, τον Moneymaker, του Moneymaker
  • користування στα ελληνικά - χρήστης, χρήση, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
  • користуватися στα ελληνικά - χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
  • користувач στα ελληνικά - χρήστης, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, χρήσης
Τυχαίες λέξεις
Користуватись στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαίρω, απολαμβάνω, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση