Коштувати στα ελληνικά

Μετάφραση: коштувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δαπάνη, κόστος, κοστίζω, κόστους, του κόστους, το κόστος, δαπανών
Коштувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • кошторис στα ελληνικά - εκτίμηση, εκτίμησης, εκτιμήσεις, εκτίμηση της, προβλέψεων
  • кошторисний στα ελληνικά - εκτιμώμενο, αναμενόμενη, την αναμενόμενη, το εκτιμώμενο, εκτιμώμενα
  • коші στα ελληνικά - καλάθι, καλαθιού, καλάθι με, καλάθι αγορών, μπάσκετ
  • кощавий στα ελληνικά - κοκκαλιάρης, οστεώδη, οστικές, οστέινη, οστεώδεις
Τυχαίες λέξεις
Коштувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δαπάνη, κόστος, κοστίζω, κόστους, του κόστους, το κόστος, δαπανών