Крам στα ελληνικά
Μετάφραση: крам, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγαθά, αγαθό, εμπόρευμα, υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, προσωπικό
Μεταφράσεις
- крайній στα ελληνικά - ξεστομίζω, φοβερός, απόλυτος, ακραίος, εκστομίζω, μέγιστος, ύψιστος, ...
- крайність στα ελληνικά - περίσσευμα, πλεόνασμα, ακραίος, άκρο, ακραίες, ακραία, ακραίων
- крамар στα ελληνικά - τεχνίτης, μαγαζάτορας, έμπορος, διατηρώ, καταστηματάρχης, καταστηματάρχη, μαγαζάτορα, ...
- крамниця στα ελληνικά - ψωνίζω, προδίδω, βάζω, μαγαζί, αποθηκεύω, κατάστημα, shop, ...
Τυχαίες λέξεις
Крам στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγαθά, αγαθό, εμπόρευμα, υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, προσωπικό
Μεταφράσεις: αγαθά, αγαθό, εμπόρευμα, υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, προσωπικό