Красномовний στα ελληνικά
Μετάφραση: красномовний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευφραδής, εύστροφος, εύγλωττος, ευχερής, εύγλωττη, εύγλωττο, εύγλωττα, εύγλωττες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- красивий στα ελληνικά - ωραίος, όμορφος, εραστής, όμορφη, όμορφο, υπέροχο, όμορφα
- красильник στα ελληνικά - ζωγράφοι, ζωγράφους, ζωγράφων, τους ζωγράφους, οι ζωγράφοι
- красномовність στα ελληνικά - ευφράδεια, ευγλωττία, την ευγλωττία, ευγλωττίας, γλαφυρότητα
- красномовство στα ελληνικά - ευδαιμονία, ευφράδεια, ρητορική, ρητορεία, ρητορικής, παρεκκλήσι, προσευχητήριο
Τυχαίες λέξεις
Красномовний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευφραδής, εύστροφος, εύγλωττος, ευχερής, εύγλωττη, εύγλωττο, εύγλωττα, εύγλωττες
Μεταφράσεις: ευφραδής, εύστροφος, εύγλωττος, ευχερής, εύγλωττη, εύγλωττο, εύγλωττα, εύγλωττες