Крона στα ελληνικά

Μετάφραση: крона, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θήκη, κορόνα, κώμα, στέμμα, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας
Крона στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • кромка στα ελληνικά - ρέλι, ούγια, άκρη, χείλος, άκρο, ακμή, ακμής
  • крон στα ελληνικά - κώμα, κορώνες, στεφάνες, στέμματα, στεφάνια, πώματα
  • кронштейн στα ελληνικά - φορέας, αγκύλη, παρηγορώ, υποστήριγμα, βραχίονα, στήριγμα, στηρίγματος
  • кропива στα ελληνικά - τσουκνίδα, τσουκνίδας, κνιδωτικό, nettle, ταύρο από τα κέρατα
Τυχαίες λέξεις
Крона στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θήκη, κορόνα, κώμα, στέμμα, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας