Λέξη: τοστ

Σχετικές λέξεις: τοστ

τοστ με ταχινι, τοστ ζαμπον, τοστ γαλοπουλα τυρι θερμιδεσ, τοστ συνταγες, τοστ με αυγο, τοστ με μερεντα, τοστ με τονο, τοστ με χαλβα, τοστ θερμιδες, τοστ γαλοπουλα μιλνερ θερμιδες, ψωμι τοστ, ψωμι, θερμιδες, ψωμι του τοστ, σουφλε τοστ, σουφλε, σουφλε ψωμι τοστ, τυρι τοστ θερμιδες, σουφλε με ψωμι, θερμίδες τοστ, ποσες θερμιδες, ποσες θερμιδες εχει, ψωμι τοστ θερμιδες, ψωμι τοστ συνταγη, ψωμι για τοστ

Συνώνυμα: τοστ

φρυγανιά, πρόποση

Μεταφράσεις: τοστ

τοστ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
toast, toasts, toasted, of toast, sandwiches

τοστ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tostar, asar, tostada, brindis, pan tostado, tostadas, la tostada

τοστ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tischrede, röstbrot, trinkspruch, toast, toastbrot, rösten, Toast, Toastbrot, Toasts

τοστ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rôtie, griller, toast, rôtir, pain grillé, toasts, des toasts, du pain grillé

τοστ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
toast, abbrustolire, tosto, tostare, brindisi, pane tostato, tostato, pane

τοστ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
brindar, sapo, brinde, torrada, torradas, pão, o brinde

τοστ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toost, roosteren, braden, branden, toast, proosten, geroosterd brood, brood

τοστ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тост, греться, здравица, сушиться, гренок, событие, поджаривать, учреждение, лицо, тосты, тоста, гренки

τοστ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skål, riste, ristet brød, toast, riddere

τοστ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
toast, rostat bröd, skål, rostat

τοστ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
malja, kilistää, paistaa, paahtoleipä, paahtoleipää, toast, paahtoleivän

τοστ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stege, toast, skål, ristet brød, skåler

τοστ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přípitek, topinka, opékat, toast, toust, toasty

τοστ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przypiekać, grzanka, toast, tost, opiekać, tosty, tostów

τοστ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pirítós, pirítóst, pirítóssal, toast, pohárköszöntõ

τοστ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tost, ekmek, kızarmış ekmek, toast

τοστ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
подію, подія, сушитися, установа, підсмажувати, тост

τοστ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dolli, bukë e thekur, fetë, dolli e, dolli me

τοστ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тост, препечен хляб, препечена филийка, наздравица, препечени филийки

τοστ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тост

τοστ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
röstima, toost, röstsai, terviseks, röstsaia, toast, röstsaiaga

τοστ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dvopek, zdravica, prepečenac, tost, komad tosta, tosta, nazdraviti

τοστ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ristað brauð, ristuðu brauði, brauði, skálað, ristaða brauðið

τοστ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skrebutis, skrudinti, tostas, siūlyti tostą, pakepinti

τοστ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grauzdiņš, tosts, tostermaize, tostermaizi, tostermaižu

τοστ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тост, здравица, наздравиме, еден тост, наздравуваат

τοστ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
china, toast, paine prajita, pâine prăjită, paine, pâine

τοστ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zdravice, toast, Zdravica, nazdravimo, zdravljica, toasta

τοστ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
toast, zdravice, hrianka, hrianku

Στατιστικά δημοτικότητας: τοστ

Τυχαίες λέξεις