Кінчатися στα ελληνικά

Μετάφραση: кінчатися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελειώνω, τέλος, να είναι, είναι, να, ήταν
Кінчатися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • кінцівки στα ελληνικά - ασβέστης, άκρο, μέλος, σκέλος, σκέλους, άκρων
  • кінчати στα ελληνικά - περατώνω, τερματισμός, τελειώνω, κάτω, τέλος, πούπουλο, φινίρισμα, ...
  • кінчити στα ελληνικά - αποφοιτώ, απόφοιτος, cum, τελειώσεις
  • кінчитися στα ελληνικά - τέλος, τελειώνω, kinchytysya
Τυχαίες λέξεις
Кінчатися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελειώνω, τέλος, να είναι, είναι, να, ήταν