Лан στα ελληνικά
Μετάφραση: лан, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φύλο, πεζόδρομος, γένος, πεζοδρόμιο, Lan, Λάν, λαν, τοπικού LAN, δίκτυο LAN
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лами στα ελληνικά - αρνί, ιερέας του βούδα, Λάμα, Lama, ο λάμα
- ламкий στα ελληνικά - εύθρυπτος, εύθραυστος, εύθραυστα, εύθραυστο, ψαθυρή, εύθρυπτο
- лана στα ελληνικά - φούστα, Lana, Λάνα, του Lana, το Lana, για Lana
- лангуст στα ελληνικά - γλώσσα, καραβίδα, καραβίδες, καραβίδων, αστακοί, ποταμοκαραβίδες
Τυχαίες λέξεις
Лан στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φύλο, πεζόδρομος, γένος, πεζοδρόμιο, Lan, Λάν, λαν, τοπικού LAN, δίκτυο LAN
Μεταφράσεις: φύλο, πεζόδρομος, γένος, πεζοδρόμιο, Lan, Λάν, λαν, τοπικού LAN, δίκτυο LAN