Ласо στα ελληνικά
Μετάφραση: ласо, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελευταίος, διαρκώ, φτουρώ, λάσο, Lasso, λάσου, το λάσο, λάσων
Μεταφράσεις
- ласкавий στα ελληνικά - πρόσχαρος, στοργικός, στοργική, στοργικό, στοργικοί, τρυφερή
- ласкаво στα ελληνικά - καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, ευπρόσδεκτη, Καλώς ήρθατε, ευπρόσδεκτοι
- ласолюб στα ελληνικά - φιλήδονος
- ласощі στα ελληνικά - πιτσιρίκος, παιδί, κατσικάκι, λιχουδιά, λεπτοκαμωμένος, φίνο, dainty, ...
Τυχαίες λέξεις
Ласо στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελευταίος, διαρκώ, φτουρώ, λάσο, Lasso, λάσου, το λάσο, λάσων
Μεταφράσεις: τελευταίος, διαρκώ, φτουρώ, λάσο, Lasso, λάσου, το λάσο, λάσων