Линва στα ελληνικά
Μετάφραση: линва, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλώδιο, σκοινί, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, έλκει, στουπί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лико στα ελληνικά - φιλελεύθερος, εσωτερικός φλοιός δένδρου, φλοιού, κλωστές, από στελέχη φυτών, στελέχη φυτών
- лимар στα ελληνικά - σελλοποιός, σαμαράς, σαγματοποιού, σαμαράδικο, σέλλας
- линути στα ελληνικά - ροή, ορμή, βιασύνη, τρέχω, ρέω, μύγα, πετούν, ...
- линяння στα ελληνικά - ανάχωμα, τριχορροώ, πτερορρέω, MOLT, πτερόρροιας, πτερόρροια
Τυχαίες λέξεις
Линва στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλώδιο, σκοινί, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, έλκει, στουπί
Μεταφράσεις: καλώδιο, σκοινί, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, έλκει, στουπί