Лихословити στα ελληνικά

Μετάφραση: лихословити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσφημώ, συκοφαντώ, πολεμούν, σε πολεμούν, διασύρω
Лихословити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • лиходії στα ελληνικά - κακοποιούς, κακοποιοί, κακοποιών, κακούς, εγκληματίες
  • лихоманка στα ελληνικά - πυρετός, θέρμη, πυρετό, πανώλης, πανώλης των, πανώλη
  • лихословте στα ελληνικά - άσεμνα, πρόστυχα, άσεμνης, χυδαία, της- άσεμνη
  • лихослів'я στα ελληνικά - δυσφημώ, συκοφαντία, συκοφαντίες, τη συκοφαντία, συκοφαντίας, συκοφαντούν
Τυχαίες λέξεις
Лихословити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσφημώ, συκοφαντώ, πολεμούν, σε πολεμούν, διασύρω