Δυσφημώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: δυσφημώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наклеп, лихослів'я, лихословити, обмовляти, зводити наклеп, брехати, зводити наклепи
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσφημώ
δυσφημώ μετάφραση, δυσφημώ ή δυσφημίζω, δυσφημώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δυσφημώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δυσφήμιση στα ουκρανικά - наклеп, дифамація, обмова, приниження
- δυσφημιστικός στα ουκρανικά - наклепник, наклепницький, наклепом
- δυσφορία στα ουκρανικά - дискомфорт, незадоволений, незадоволення, незручність, дискомфорту
- δυσχέρεια στα ουκρανικά - труднощі, перешкода, складність, трудність
Τυχαίες λέξεις
Δυσφημώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: наклеп, лихослів'я, лихословити, обмовляти, зводити наклеп, брехати, зводити наклепи
Μεταφράσεις: наклеп, лихослів'я, лихословити, обмовляти, зводити наклеп, брехати, зводити наклепи