Лице στα ελληνικά

Μετάφραση: лице, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβάτης, εργαζόμενος, καταπατητής, σύμβολο, πρόσωπο, αντικρίζω, διαπραγματευτής, αντιμετωπίζω, εντολή, κύρος, προσώπου, πρόσωπό, όψη, το πρόσωπό
Лице στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • лицарство στα ελληνικά - ιπποσύνη, ιπποτισμός, ιπποσύνης, ιπποτισμού, των ηρώων
  • лицарський στα ελληνικά - ιπποτικός, ιπποτικό, ιπποτικής, ιπποτικές, ιπποτική
  • лицемір στα ελληνικά - υποκριτής, υποκριτή, υποκριτές, υποκριτικά, υποκρισία
  • лицемірити στα ελληνικά - υποκρίνομαι, να υποκρίνομαι, αποσυγκροτούν, αποσυναρμολογεί, αποσυναρμολογούνται
Τυχαίες λέξεις
Лице στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβάτης, εργαζόμενος, καταπατητής, σύμβολο, πρόσωπο, αντικρίζω, διαπραγματευτής, αντιμετωπίζω, εντολή, κύρος, προσώπου, πρόσωπό, όψη, το πρόσωπό