Αντικρίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: αντικρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ширина, обличчя, пика, лице, циферблат, звіряти, морда, протистояти, протистоятиме
Αντικρίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντικρίζω

αντικρίζω την μορφη μου lyrics, αντικρίζω ή αντικρύζω, αντικρίζω λεξικό, αντικρίζω αοριστος, αντικρίζω συνωνυμα, αντικρίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αντικρίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αντικείμενο στα ουκρανικά - річ, підлеглий, піддавати, ціль, підвладний, протестувати, тема, ...
  • αντικειμενικός στα ουκρανικά - об'єктивний, мета, ціль, мету, меті, на меті
  • αντικρούω στα ουκρανικά - спростування, ребуси, спростовувати, заперечувати, спростовуватиме
  • αντιλέγω στα ουκρανικά - спростовувати, заперечте, oppugn
Τυχαίες λέξεις
Αντικρίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ширина, обличчя, пика, лице, циферблат, звіряти, морда, протистояти, протистоятиме