Лякати στα ελληνικά

Μετάφραση: лякати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκφοβίζω, φοβίζω, πανικοβάλλω, τρομάζω, πανικός, φόβος, τρομάξει, τρόμου, εκφοβισμού, πανικό
Лякати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • лякало στα ελληνικά - σκιάχτρο, σκιάχτρου, Scarecrow, σκιάχτρο που, σκιάχτρα
  • лякання στα ελληνικά - προληπτικό, αποτρεπτικό, αποτρεπτικών, αποτρεπτικού, αποτρεπτική
  • лякатись στα ελληνικά - συνεσταλμένος, δειλός, ντροπαλός, τρόμος, φόβος, φοβούμαι, φοβούνται, ...
  • лякатися στα ελληνικά - συνεσταλμένος, ντροπαλός, δειλός, διστάζω, δειλιώ, Boggle, φοβισμένο
Τυχαίες λέξεις
Лякати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκφοβίζω, φοβίζω, πανικοβάλλω, τρομάζω, πανικός, φόβος, τρομάξει, τρόμου, εκφοβισμού, πανικό