Ліквідний στα ελληνικά
Μετάφραση: ліквідний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, υγρό, υγρού, υγρή, υγρών, υγρά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ліквідація στα ελληνικά - ρευστοποίηση, εκκαθάριση, εκκαθάρισης, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσεως
- ліквідації στα ελληνικά - εκκαθαριστής, εκκαθάριση, ρευστοποίηση, εκκαθάρισης, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσεως
- ліквідність στα ελληνικά - ρευστότητα, ρευστότητας, της ρευστότητας, τη ρευστότητα, η ρευστότητα
- ліквідування στα ελληνικά - κατάργηση, ρευστοποίηση, εκκαθάριση, κατάλυση, εξάλειψη, αποβολή, εξάλειψης, ...
Τυχαίες λέξεις
Ліквідний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, υγρό, υγρού, υγρή, υγρών, υγρά
Μεταφράσεις: εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, υγρό, υγρού, υγρή, υγρών, υγρά