Лісівництво στα ελληνικά
Μετάφραση: лісівництво, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασολογία, δασοκομία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, τη δασοκομία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лісу στα ελληνικά - δασολογία, δασοκομία, δάσος, Forest, Δάσους, Δρυμό, της δασικής
- лісівник στα ελληνικά - δασοφύλακας, δασολόγο, δασολόγου, δασοκόμου, δασοπόνος
- літа στα ελληνικά - περίοδος, περίοδο, νοστιμίζω, χρόνια, έτη, ετών, χρόνων
- літак στα ελληνικά - σκάφος, αεροσκάφος, αεροπλάνο, επίπεδο, επιπέδου, επίπεδο που, επίπεδο συμμετρίας
Τυχαίες λέξεις
Лісівництво στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασολογία, δασοκομία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, τη δασοκομία
Μεταφράσεις: δασολογία, δασοκομία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, τη δασοκομία