Літописець στα ελληνικά

Μετάφραση: літописець, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρονικό, ιστορώ, χρονικογράφος, αφηγούμαι, χρονογράφος, χρονογράφο, χρονικογράφο, χρονογράφου
Літописець στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • літографії στα ελληνικά - λιθογραφία, λιθογραφίας, τη λιθογραφία, λιθογραφικό, λιθογραφικές
  • літопис στα ελληνικά - χρονικά, χρονικό, Chronicle, εξιστορεί κατά γράμμα, το χρονικό, Χρονικόν
  • літри στα ελληνικά - απορρίμματα, σκουπίδια, λίτρα, λίτρων, λίτρο
  • літій στα ελληνικά - λίθιο, λιθίου, του λιθίου, το λίθιο, λιθιο
Τυχαίες λέξεις
Літописець στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρονικό, ιστορώ, χρονικογράφος, αφηγούμαι, χρονογράφος, χρονογράφο, χρονικογράφο, χρονογράφου