Χρονικογράφος στα ουκρανικά
Μετάφραση: χρονικογράφος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
історик, хронікер, літописець
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρονικογράφος
χρονικογράφος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, χρονικογράφος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- χρονιά στα ουκρανικά - козеня, рік, року, год
- χρονικά στα ουκρανικά - літопис, щорічник, аннали, літопису, літописі, літописи, історії, ...
- χρονικό στα ουκρανικά - відзначати, літописець, хроніка, відзначити, урядових заходів, хроніки
- χρονικός στα ουκρανικά - часовий, часовою, тлінний, часової, часовій, тимчасової, тимчасовою, ...
Τυχαίες λέξεις
Χρονικογράφος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: історик, хронікер, літописець
Μεταφράσεις: історик, хронікер, літописець