Лічення στα ελληνικά
Μετάφραση: лічення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρέ, σταματώ, ανακόπτω, αναχαιτίζω, lichennya
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ліцензія στα ελληνικά - άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
- лічба στα ελληνικά - λογαριασμός, αναφορά, σημασία, αρίθμηση, μέτρηση, καταμέτρηση, μετρώντας, ...
- лічильний στα ελληνικά - υπολογισμό, τον υπολογισμό, υπολογισμού, υπολογισμό των, υπολογισμού των
- лічильник στα ελληνικά - κομπιουτεράκι, κατηγορώ, υπολογιστής, μετρητής, μετρητή, αντίθεση, αντίθετη, ...
Τυχαίες λέξεις
Лічення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρέ, σταματώ, ανακόπτω, αναχαιτίζω, lichennya
Μεταφράσεις: καρέ, σταματώ, ανακόπτω, αναχαιτίζω, lichennya