Σταματώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: σταματώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лік, шах, зупинити, рахівниці, замішання, зупинитися, вагатися, перерва, пауза, баритися, лічення, перевірка, рахунок, запинатися, стоп, стіп
Σταματώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σταματώ

σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, δεν σταματώ, δε σταματώ, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σταματώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σταθμός στα ουκρανικά - вокзал, дільниця, відділок, пост, стоянка, станція
  • σταλάζω στα ουκρανικά - крапля, крапати, краплин, крапання, капати, капіж, цівка, ...
  • στασιασμός στα ουκρανικά - підбурювання, крамола, крамолу
  • στασιαστικός στα ουκρανικά - повстання, бунтарський, бунтівний, заколотний, ворохобности, бунтівниче, бунтівливий
Τυχαίες λέξεις
Σταματώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лік, шах, зупинити, рахівниці, замішання, зупинитися, вагатися, перерва, пауза, баритися, лічення, перевірка, рахунок, запинатися, стоп, стіп