Масажист στα ελληνικά
Μετάφραση: масажист, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλάσιμο, μασέρ, μασάζ, κάνει μασάζ, που κάνει μασάζ, χειρομαλάκτης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- мас στα ελληνικά - βάρος, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους
- маса στα ελληνικά - ογκώδης, τεράστιος, ωκεανός, ακαθάριστος, χοντρός, αισχρός, στρατός, ...
- масивний στα ελληνικά - εθελοντικά, εκούσια, ιστός, εκουσίως, κατάρτι, ογκώδης, μαζική, ...
- масивність στα ελληνικά - συμπαγές, μαζικότητα, την μαζικότητα, μαζικότητά, μαζικοποίησή
Τυχαίες λέξεις
Масажист στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλάσιμο, μασέρ, μασάζ, κάνει μασάζ, που κάνει μασάζ, χειρομαλάκτης
Μεταφράσεις: πλάσιμο, μασέρ, μασάζ, κάνει μασάζ, που κάνει μασάζ, χειρομαλάκτης