Махати στα ελληνικά

Μετάφραση: махати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτεροκοπώ, κύμα, κύματος, κυμάτων, κύματα, το κύμα
Махати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • матінка στα ελληνικά - στιγμή, μητέρα, Η μητέρα, Μητέρας, Μητρική, της Μητέρας
  • махання στα ελληνικά - κύμα, κύματος, κυμάτων, κύματα, το κύμα
  • махлювати στα ελληνικά - mahlyuvaty
  • махінації στα ελληνικά - αγωγός, πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, πρακτικές που, πρακτική
Τυχαίες λέξεις
Махати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτεροκοπώ, κύμα, κύματος, κυμάτων, κύματα, το κύμα