Мол. στα ελληνικά
Μετάφραση: мол., Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όχλος, συμμορία, ml.
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- винахідливість στα ελληνικά - επινοητικότητα, ευρηματικότητα, η επινοητικότητα, την επινοητικότητα, επινοητικότητά
- гітара στα ελληνικά - κιθάρα, κιθάρας, την κιθάρα, της κιθάρας, κιθάρων
- дизайнер στα ελληνικά - σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, επώνυμα
- завірюха στα ελληνικά - χιονοθύελλα, θύελλα, Blizzard, της Blizzard, χιονοθύελλας, την Blizzard
Τυχαίες λέξεις
Мол. στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όχλος, συμμορία, ml.
Μεταφράσεις: όχλος, συμμορία, ml.