Містик στα ελληνικά
Μετάφραση: містик, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μυστικιστής, Mystic, μυστικιστική, μυστικιστικό, μυστικιστή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- користь στα ελληνικά - χρησιμοποιώ, επίδομα, προτέρημα, χρησιμεύω, πλεονέκτημα, χρήση, χρησιμότητα, ...
- ледачий στα ελληνικά - δυσκίνητος, νωχελής, πλαδαρός, μαχμουρλής, άτονος, νυσταγμένος, τεμπέλης, ...
- людський στα ελληνικά - ανθρώπινος, άνθρωπος, ανθρώπινη, ανθρώπινα, ανθρώπινο, ανθρώπινης
- м'якотілий στα ελληνικά - ασπόνδυλος, πλαδαρός, m'yakotilyy
Τυχαίες λέξεις
Містик στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μυστικιστής, Mystic, μυστικιστική, μυστικιστικό, μυστικιστή
Μεταφράσεις: μυστικιστής, Mystic, μυστικιστική, μυστικιστικό, μυστικιστή