Λέξη: πιστός
Σχετικές λέξεις: πιστός
πιστός για ένα χρόνο, πιστός στα αγγλικά, πιστόσ εν χριστώ βασιλεύσ, πιστός 788, πιστός αγγλικά, πιστός στα θέλω της στιγμής, πιστός άντρας, πιστός english, πιστός ο λόγος, πιστός συνώνυμα
Συνώνυμα: πιστός
ακριβής, αληθής, βέρος, νομοταγής, στερεός, σταθερός, έμπιστος, αξιόπιστος, ξηγημένος, αφοσιωμένος, συνεχής, διαρκής, αδιάκοπος, πιστευτός, ειλικρινής
Μεταφράσεις: πιστός
πιστός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
devout, faithful, loyal, believer, staunch, true
πιστός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
devoto, pío, leal, religioso, fiel, creyente, creyentes, creyente de
πιστός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
loyal, herzlich, vertrauensvoll, gewissenhaft, andächtig, sinngetreu, patriotisch, treu, Gläubige, Gläubigen, Gläubiger, Glaub, gläubig
πιστός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
strict, patriotique, ponctuel, exact, ingénu, juste, franc, loyal, dévot, précis, pieux, formel, sincère, probe, fidèle, fervent, croyant, croyants, crois, croit
πιστός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fedele, pio, fido, leale, credente, credenti, crede
πιστός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fé, leal, fiel, rebaixar, baixar, crente, cristão, crentes, believer
πιστός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trouw, loyaal, getrouw, vroom, trouwhartig, gelovige, gelovigen, geloof, believer, gelooft
πιστός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
добросовестный, привязчивый, благочестивый, лояльный, преданный, искренний, истинный, набожный, верный, благоговейный, богомольный, правдивый, верующий, верующим, верующего, верит, сторонник
πιστός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
from, lojal, trofast, troende, tro, troendes
πιστός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trogen, lojal, from, andäktig, troende, tror, troendes, anhängare, believer
πιστός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harras, kuuliainen, seurakunta, hurskas, isänmaallinen, uskollinen, tarkka, luotettava, uskovainen, uskova, uskovan, usko jumalaan, uskovaisen
πιστός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tro, troende, tilhænger, troendes, tilhænger af
πιστός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čestný, poctivý, vroucný, věřící, věrný, oddaný, přesný, upřímný, spolehlivý, believer, věřícím, věří, zastáncem
πιστός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dokładny, bogobojny, szczery, wierny, pobożny, gorliwy, prawomyślny, uczciwy, lojalny, zwolennik, wierzący, wierzącym, wierzącego
πιστός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hívő, hívőnek, híve, hívők, hívőt
πιστός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sadık, inançlı, mümin, inanan, inanmayan, believer
πιστός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скромно, зраджений, побожний, благочестивий, сумлінний, неголосно, щирий, добросовісний, негучно, вірний, відданий, віруючий, віруюча, вірує, хто вірує, релігійний
πιστός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
besnik, besimtar, besimtari, besimtar i, besimtarë, besimtare
πιστός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вярващ, вярващия, Невярващ, вярва
πιστός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вернік, верыць, веруючы, хто верыць, веруе
πιστός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ustav, lojaalne, vaga, tõetruu, siiras, truu, usklik, uskuja, uskliku, usklikule, usklikul
πιστός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
točan, pobožan, vjeran, lojalan, vjernik, vjeruje, vjernika, vjerujem, vjerniku
πιστός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tryggur, trú, trúmaður, trúaði, trúaður, trúir
πιστός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fidelis
πιστός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tikintysis, tikintis, tikinti, tikinčiuoju
πιστός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ticīgais, Neticīgs, tic, ticīgajam
πιστός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
верник, верникот, верниот, верува
πιστός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
leal, credincios, crede, credinciosului, creștin
πιστός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oddan, believer, vernik, vernika, verjamem, verjame
πιστός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zbožný, oddaný, veriaci, veriacich, veriacim, veriaca