Λέξη: αρουραίος

Σχετικές λέξεις: αρουραίος

αρουραίος με κουνέλι, αρουραίοσ πυρετόσ, αρουραίος όνειρο, αρουραίος blog, αρουραίος στο όνειρο, αρουραίος ετυμολογία, αρουραίος facebook, αρουραίος gr, αρουραίος στο σπίτι, αρουραίος ονειροκρίτης

Συνώνυμα: αρουραίος

μέγας ποντικός, βολά, είδος ποντικού

Μεταφράσεις: αρουραίος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rat, vole, rat was, rat is, a rat
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rata, de rata, ratas, la rata, de ratas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spitzel, scheißkerl, ratte, streikbrecher, Ratte, Ratten, rat
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rat, mouchard, jaune, rats, de rat, le rat, chez le rat
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ratto, topo, rat, di ratto, ratti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
animal, rato, ratazana, framboesa, de rato, ratos, rat
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rat, rot, ratten, de rat
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
человек, доносчик, штрейкбрехер, отказаться, крыса, предатель, предать, выдать, донести, отречься, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rotte, rat, rotter
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
råtta, rått, råttan
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rikkuri, rotta, vasikoida, vasikka, kannella, rotan, rat, rotalle, rotalla
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rotte, rotter, rotten, rat
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
krysa, potkan, rat, krysí, krys
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprzedawczyk, szuja, szczur, rat, szczura, szczurów, szczury
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
patkány, patkányok, rat, patkányban, patkányokon
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alaka, sıçan, fare, rat
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
растри, щур, пацюк, Криса
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mi, tradhtar, mohoj, spiun, horr
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плъх, плъхове, рът, на плъх, плъши
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жауты, пацух, пацук, крыса
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reetur, rott, roti, rottidel, rottide, rotil
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
štakor, pribjegavati, bjegunac, besmislica, rat, ocj, štakora, štakorski
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rotta, rottum, Rat, rottu, rottur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žiurkė, žiurkės, žiurkių, rat, žiurkėms
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
žurka, žurkas, žurku, žurkām, rat
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стаорец, стаорци, на стаорци, глушецот, рат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
şobolan, șobolan, de șobolan, sobolan, șobolani, la șobolan
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
podgana, rat, podgane, podganah, pri podganah
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krysa, potkan, rat

Στατιστικά δημοτικότητας: αρουραίος

Τυχαίες λέξεις