Місце στα ελληνικά
Μετάφραση: місце, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντοπίζω, σπυρί, μέρος, τόπος, βούλα, ξεπλένω, θέση, τόπο, χώρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благоговіння στα ελληνικά - δέος, ευλάβεια, σεβασμό, σεβασμού, σεβασμός, ευλάβειας
- екстраординарно στα ελληνικά - ασυνήθιστα, έκτακτη, έκτακτα, έκτακτες, εξαιρετικό, εξαιρετική
- з'єднується στα ελληνικά - κοινός, άρθρωση, κοψίδι, γόμφος, συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, ...
- мая στα ελληνικά - Μάιος, Μαΐου, May, Μαι, Μάϊος
Τυχαίες λέξεις
Місце στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντοπίζω, σπυρί, μέρος, τόπος, βούλα, ξεπλένω, θέση, τόπο, χώρα
Μεταφράσεις: εντοπίζω, σπυρί, μέρος, τόπος, βούλα, ξεπλένω, θέση, τόπο, χώρα