Місцевість στα ελληνικά
Μετάφραση: місцевість, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδαφος, τόπος, τοποθεσία, θέσης, περιοχή, τόπο, τοποθεσίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- зоологія στα ελληνικά - ζωολογία, Ζωολογίας, τη ζωολογία, η ζωολογία, της ζωολογίας
- колекція στα ελληνικά - σύναξη, συναρμολόγηση, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
- круговорот στα ελληνικά - κυκλοφορία, κύκλος, κύκλο, κύκλου, τον κύκλο, κύκλο που
- лестощі στα ελληνικά - γαλιφιά, κολακεία, κολακείας, κολακείες, την κολακεία, η κολακεία
Τυχαίες λέξεις
Місцевість στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδαφος, τόπος, τοποθεσία, θέσης, περιοχή, τόπο, τοποθεσίας
Μεταφράσεις: έδαφος, τόπος, τοποθεσία, θέσης, περιοχή, τόπο, τοποθεσίας