Навальний στα ελληνικά
Μετάφραση: навальний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισπεύδω, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блимати στα ελληνικά - τρέμω, αναβοσβήνω, τρεμοπαίζω, αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, αναβοσβήσει, να αναβοσβήνει, ...
- відкупорити στα ελληνικά - vidkuporyty
- дивізіон στα ελληνικά - συστοιχία, μπαταρία, ίλη ιππικού, επιλαρχία, μοίρα, μοίρας, Squadron
- зів'янення στα ελληνικά - κατανάλωση, φθίση, μαρασμό, μαραίνονται, μαραίνοντας, withering, μαραιμένος
Τυχαίες λέξεις
Навальний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισπεύδω, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
Μεταφράσεις: επισπεύδω, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό