Навантажування στα ελληνικά
Μετάφραση: навантажування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ναυτιλία, φόρτωση, φόρτωσης, loading, τη φόρτωση, φορτώσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- денною στα ελληνικά - πλήρους απασχόλησης, με πλήρες ωράριο, πλήρη απασχόληση, πλήρους, πλήρες ωράριο
- дьоготь στα ελληνικά - κατράμι, πίσσα, ναύτης, πίσσας, σε πίσσα, tar, την πίσσα
- карта στα ελληνικά - ποζάρω, χάρτης, διάγραμμα, πόζα, κάρτα, χάρτη, Map, ...
- марніти στα ελληνικά - καταναλώνω, αποσύνθεση, φθορά, παρακμή, αποσύνθεσης, φθορά των
Τυχαίες λέξεις
Навантажування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ναυτιλία, φόρτωση, φόρτωσης, loading, τη φόρτωση, φορτώσεως
Μεταφράσεις: ναυτιλία, φόρτωση, φόρτωσης, loading, τη φόρτωση, φορτώσεως