Навічно στα ελληνικά
Μετάφραση: навічно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιωνιότητα, ποτέ, για πάντα, πάντα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- біснуватий στα ελληνικά - δαιμονισμένο, δαιμονισμένου, δαιμονικές, δαιμονική
- додекаедр στα ελληνικά - δωδεκάεδρο, δωδεκαέδρου, δωδεκάεδρα, δωδεκαέδρων, δωδεκάεδρου
- замістити στα ελληνικά - αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, αντικαταστήσουν
- коментар στα ελληνικά - σχολιάζω, σχόλιο, σχολίου, σχόλιό, το σχόλιό, σχόλια
Τυχαίες λέξεις
Навічно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιωνιότητα, ποτέ, για πάντα, πάντα
Μεταφράσεις: αιωνιότητα, ποτέ, για πάντα, πάντα