Λέξη: οικοδόμος

Σχετικές λέξεις: οικοδόμος

οικοδόμος blog, ζητείται οικοδόμος, χριστοδουλόπουλος οικοδόμος, οικοδόμος μετάφραση αγγλικά, οικοδόμος θύρα 7

Συνώνυμα: οικοδόμος

κατασκευαστής, κτίστης, εργολάβος

Μεταφράσεις: οικοδόμος

οικοδόμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
builder, a builder, bricklayer

οικοδόμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
constructor, constructor de, constructora, del constructor, generador de

οικοδόμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erbauer, baumeister, Baumeister, Erbauer, Bauunternehmer, Bauherr, Builder

οικοδόμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bâtisseur, édificateur, entrepreneur, architecte, constructeur, générateur, adjuvant, constructeur de

οικοδόμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
costruttore, builder, costruttore di, generatore, generatore di

οικοδόμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lavrador, construtor, construtor de, do construtor, builder, construtor do

οικοδόμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bouwondernemer, aannemer, bouwer, builder, bouwer van, bouwmeester

οικοδόμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конструктор, плотник, строитель, каменщик, застройщик, подрядчик, Builder, строителя, строительная организация, строителем

οικοδόμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
byggmester, byggherre, builder, byggherren, bygger

οικοδόμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
builder, byggare, byggmästare, byggaren

οικοδόμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aluerakentaja, rakennusurakoitsija, rakentaja, Builder, rakennusmestari, rakentajan

οικοδόμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
builder, bygherre, bygmester, bygherren, entreprenøren

οικοδόμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
budovatel, stavitel, Builder, tvůrce, stavitelem, stavitele

οικοδόμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
budowniczy, konstruktor, konstruktora, builder, budowniczym

οικοδόμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
építész, Builder, építő, építője, építőmester

οικοδόμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inşaatçı, oluşturucu, builder, üreticisi, yapıcı

οικοδόμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
каменяр, тесляр, тесля, будівник, будівельник, строитель, будівничий

οικοδόμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndërtues, Builder, ndërtuesi, ndërtues të, ndërtues i

οικοδόμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
строител, Builder, строителя, строител на

οικοδόμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
будаўнік

οικοδόμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rajaja, ehitaja, builder, ehitusmeister, ehitajast

οικοδόμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poduzetnik, proizvođač, graditelj, konstruktor, Builder, graditelja, jahte

οικοδόμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
byggingameistari, byggir, Builder, byggingaraðili

οικοδόμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
statybininkas, statytojas, Raumeningas, Builder, kūrimo priemonė

οικοδόμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
celtnieks, būvētājs, veidotājs, Builder

οικοδόμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
градител, билдер, градителот, градител на

οικοδόμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
constructor, constructor de, builder, constructorul, de constructor

οικοδόμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
graditelj, builder, graditelja, stavbenik, gradbenik

οικοδόμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
staviteľ, stavitel, Builder
Τυχαίες λέξεις