Надувати στα ελληνικά

Μετάφραση: надувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απάτη, φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, φουσκώσει
Надувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брус στα ελληνικά - καδρόνι, δοκός, αχτίδα, στρογγυλεμένες, στρογγυλεμένη, στρογγυλεμένο, στρογγυλευμένο, ...
  • голубка στα ελληνικά - περιστέρι, πάπια, πάπιας, παπιών, πάπιες, duck
  • забудовник στα ελληνικά - προγραμματιστή, προγραμματιστής, του έργου, έργου, κύριος του έργου
  • замислений στα ελληνικά - στοχαστικός, προσεκτικός, σκεπτικός, στοχαστικό, στοχαστική
Τυχαίες λέξεις
Надувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απάτη, φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, φουσκώσει