Наказувати στα ελληνικά
Μετάφραση: наказувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγγέλλω, προσταγή, εντολή, θεσπίζω, παραγγελία, χειροτονώ, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аерозоль στα ελληνικά - σπρέι, αεροζόλ, αερολύματος, αερόλυμα, αερολυμάτων, αεροζόλης
- вдячність στα ελληνικά - ευγνωμοσύνη, αναγνώριση, εκτίμηση, ανατίμηση, εκτίμησή, την εκτίμησή, εκτίμησης
- висловлюватися στα ελληνικά - μιλούν, μιλήσει, μιλήσουν, μιλήσω, οφείλετε να το
- знаючий στα ελληνικά - καταδότης, γνωρίζοντας, ξέροντας, γνωρίζει, γνωρίζουν, γνώση
Τυχαίες λέξεις
Наказувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγγέλλω, προσταγή, εντολή, θεσπίζω, παραγγελία, χειροτονώ, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού
Μεταφράσεις: παραγγέλλω, προσταγή, εντολή, θεσπίζω, παραγγελία, χειροτονώ, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού