Недавно στα ελληνικά

Μετάφραση: недавно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσφατα, πλέγμα, προσφάτως, τελευταία, πρόσφατη
Недавно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • борсатися στα ελληνικά - πλευρονήκτης, χωματίδα, καλκάνι, αφορά τη χωματίδα, τη χωματίδα
  • біопрепарат στα ελληνικά - βιολογική, βιολογικές, βιολογικό, βιολογικής, βιολογικών
  • доблесний στα ελληνικά - ανδρείος, ανδρείο
  • крейсер στα ελληνικά - καταδρομικό, Cruiser, ταχύπλοο σκάφος, Ταχύπλοο, Ταχύπλοο με
Τυχαίες λέξεις
Недавно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσφατα, πλέγμα, προσφάτως, τελευταία, πρόσφατη