Недоумкуватий στα ελληνικά

Μετάφραση: недоумкуватий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αργόστροφος, βραδύνους, απαθής, χαζός, κουτός, βλάκας, μωρός, moron, διανοητικώς καθυστερημένος, ηλίθιε
Недоумкуватий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • архітектура στα ελληνικά - αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικής, την αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονική του, της αρχιτεκτονικής
  • гострокінцевий στα ελληνικά - κορυφώθηκε, κορυφωθεί, κορυφώθηκαν, έφτασε, όξυνε
  • димохід στα ελληνικά - σήραγγα, τούνελ, φουγάρο, χωνί, καμινάδα, καμινάδας, καπνοδόχου, ...
  • макінтош στα ελληνικά - γκαμπαρντίνα, Macintosh, χρησιμοποιούν υπολογιστές macintosh, υπολογιστές macintosh, υπολογιστή Macintosh
Τυχαίες λέξεις
Недоумкуватий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αργόστροφος, βραδύνους, απαθής, χαζός, κουτός, βλάκας, μωρός, moron, διανοητικώς καθυστερημένος, ηλίθιε