Обрушитися στα ελληνικά
Μετάφραση: обрушитися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσκρούω, πάταγος, πέφτω, κραχ, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση
Μεταφράσεις
- випадок στα ελληνικά - άθλημα, περίπτωση, γεγονός, υπόθεση, προκειμένω, την περίπτωση, περίπτωση που
- горизонтально στα ελληνικά - οριζόντιος, οριζόντια, οριζοντίως, σε οριζόντια, οριζόντιο, οριζόντια θέση
- згубник στα ελληνικά - blighter
- казати στα ελληνικά - αφηγούμαι, διηγούμαι, αναπνέω, λέω, μιλώ, ξεχωρίζω, κρένω, ...
Τυχαίες λέξεις
Обрушитися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσκρούω, πάταγος, πέφτω, κραχ, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση
Μεταφράσεις: προσκρούω, πάταγος, πέφτω, κραχ, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση