Προσκρούω στα ουκρανικά

Μετάφραση: προσκρούω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зштовхнутися, розбити, гуркотати, падати, гуркіт, зіткнення, зіткнутися, обрушитися, удар, удару, його удар, але його удар
Προσκρούω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσκρούω

προσκρούω μετάφραση στα αγγλικά, προσκρούω συνώνυμο, προσκρούω συνώνυμα, προσκρούω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προσκρούω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • προσκολλώμαι στα ουκρανικά - притримуватись, приставати, дотримуватися, чіплятися, чіплятиметься, чіплятись, чіплятимуться
  • προσκομίζω στα ουκρανικά - уколи, приводити, призводити, наводити, спричинить, призвести
  • προσκτώμαι στα ουκρανικά - філія, приєднуватися, філіал, prosktomai
  • προσκυνητής στα ουκρανικά - поцуплює, лисина, паломник, прочанин
Τυχαίες λέξεις
Προσκρούω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зштовхнутися, розбити, гуркотати, падати, гуркіт, зіткнення, зіткнутися, обрушитися, удар, удару, його удар, але його удар