Λέξη: εκστατικός

Σχετικές λέξεις: εκστατικός

εκστατικός συνώνυμο, εκστατικός σημασια, εκστατικός συνωνυμα

Συνώνυμα: εκστατικός

βυθισμένος, απορροφημένος, εμβρόντητος, προξενών έκστασιν, γοητευτικός, αρπακτικός

Μεταφράσεις: εκστατικός

εκστατικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ecstatic, rapturous, stunned, rapt, ravishing

εκστατικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
extático, extática, éxtasis, extasiado, de éxtasis

εκστατικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ekstatisch, ekstatischen, ekstatische, ekstatischer, begeistert

εκστατικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
extatique, extasié, en extase, extase, ravis

εκστατικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
estatico, estatica, estasi, in estasi, ecstatic

εκστατικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
extático, êxtase, extática, ecstatic, em êxtase

εκστατικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwijmeldronken, extatisch, extatische, extase, verrukt, bepaald overweldigend

εκστατικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
исступленный, экстатический, невменяемый, восторженный, душераздирающий, в экстазе, восторге, в восторге

εκστατικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekstatisk, ekstatiske, utrolig glad, ekstase, i ekstase

εκστατικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
extatisk, extatiska, extatiskt, extas, lycklig

εκστατικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hurmioitunut, ekstaattinen, riemuita, ecstatic, ekstaattisen

εκστατικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekstatisk, ekstatiske, helt vild, henrykt

εκστατικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
extatický, vytržení, extázi, u vytržení, extatické

εκστατικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozentuzjazmowany, ekstatyczny, ecstatic, ekstatyczne, ekstatyczna, ekstatycznym

εκστατικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elragadtatott, eksztatikus, extatikus, ragadtatva, az eksztatikus

εκστατικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kendinden geçmiş, vecd, kendinden, esrik, ecstatic

εκστατικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
несамовитий, нестатичний, екстатичний, екстатичне

εκστατικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
në ekstazë, ekstazë, mahnitur, dalldisur, i mahnitur

εκστατικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възторжен, екстатичен, екстатично, екстатична, екстатичната

εκστατικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
экстатычных, экстатычны, экстатычнае

εκστατικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ekstaatiline, vaimustuses, ekstaatilised, ekstaasis

εκστατικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
presretan, ecstatic, ekstatično, ekstazi, ekstatični

εκστατικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
himinlifandi, alsæll

εκστατικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ekstaziškas, ekstazinis, ekstazės, ekstaziška, ekstazę

εκστατικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ekstāzes, sajūsmā, ekstātiska, ekstāze

εκστατικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
екстатично, екстатичен, екстатична, екстатичното, екстатичниот

εκστατικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
extatic, extatică, extatice, extaz, extaziat

εκστατικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ekstatične, ekstatičen, ekstatično, ekstatični, ekstatičnega

εκστατικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
extatický, extatické, extatickom
Τυχαίες λέξεις